Διάρροια – δυσκοιλιότητα

Η οξεία διάρροια είναι μια κατάσταση, την οποία όλοι οι άνθρωποι βιώνουν κάποια στιγμή στη ζωή τους. Η διάρκειά της κυμαίνεται από μερικές ώρες έως λίγες μέρες και χαρακτηρίζεται κυρίως από μαλακά υδατώδη κόπρανα, κοιλιακές κράμπες ή πόνο και από συχνές εκκενώσεις του εντέρου. Ωστόσο υπάρχει και η χρόνια διάρροια, η οποία διαρκεί πολύ περισσότερο από την οξεία και ουσιαστικά αποτελεί μια γενική διαταραχή του πεπτικού συστήματος. Η κατάσταση αυτή προκαλείται από διάφορους παράγοντες, όπως η κακή διατροφή, παρενέργειες από τη λήψη ορισμένων φαρμάκων, ιούς, βακτήρια ή παράσιτα καθώς και από πεπτικές διαταραχές όπως η ασθένεια του Crohn και το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου.

Η δυσκοιλιότητα, από την άλλη, αφορά την παθολογική κατακράτηση των κοπράνων ή την υπερβολική καθυστέρηση της διάβασης των κοπράνων διαμέσου του εντέρου. Τα άτομα που υποφέρουν από δυσκοιλιότητα περιγράφουν τις κενώσεις τους ως σπάνιες, δυσχερείς ή με υπερβολικά σκληρά κόπρανα. Οι παράγοντες που συμβάλλουν στη δημιουργία και εμφάνιση της δυσκοιλιότητας σχετίζονται είτε σε μεταβολικά αίτια του οργανισμού και οργανικές παθήσεις του παχέος εντέρου (δευτεροπαθής δυσκοιλιότητα), είτε είναι λειτουργική (ιδιοπαθής) και δεν διαπιστώνεται υποκείμενη ανατομική βλάβη. Στη δεύτερη περίπτωση, η μέθοδος του βελονισμού αποτελεί ασφαλή και αποτελεσματική θεραπευτική παρέμβαση.

Πως βοηθάει ο βελονισμός;

Ο βελονισμός αποτελεί μια αποτελεσματική, ανώδυνη και ασφαλή παρέμβαση για την καταπολέμηση οποιουδήποτε τύπου διάρροιας, καθώς συμβάλει στην ενίσχυση των αποδυναμωμένων οργάνων και στη διόρθωση των ανισορροπιών που υπάρχουν στον οργανισμό. Ειδικότερα ενδείκνυται για τις περιπτώσεις οξείας διάρροιας λόγω λοιμωδών αιτιών και στις περιπτώσεις λειτουργικής χρόνιας διάρροιας με απουσία υποκείμενης νόσου. Αρχικά χρειάζεται να γίνει η διερεύνηση και καταγραφή της πρωταρχικής αιτίας από τον γαστρεντερόλογο ή τον ειδικό παθολόγο, προκειμένου να αποκλεισθούν οι καταστάσεις στις οποίες η κλασσική θεραπευτική προσέγγιση θα ήταν επωφελής και αποτελεσματική. Στη συνέχεια ο ειδικός που θα εφαρμόσει τον βελονισμό καθορίζει την ακριβή αιτία και σχηματίζει το αντίστοιχο θεραπευτικό πρωτόκολλο, προκειμένου να αντιμετωπίσει και α επιλύσει την κατάσταση αυτή.

Στις περιπτώσεις της δυσκοιλιότητας ο βελονισμός εστιάζει στην αιτία του προβλήματος και όχι στο σύμπτωμα. Με τη μέθοδο του βελονισμού αυξάνεται η περισταλτικότητα του εντέρου, μειώνονται οι φλεγμονές και διορθώνεται το ισοζύγιο υγρών, στερεών και αερίων. Με τον τρόπο αυτό η αδράνεια και η μειωμένη λειτουργικότητα του εντέρου αναστρέφεται.